μηχανικοῦ

μηχανικοῦ
μηχανικός
resourceful
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • Μπότσαρης — Σουλιώτικη οικογένεια αρματολών και αγωνιστών, οι οποίοι διακρίθηκαν στους τοπικούς πολέμους κατά του Αλή πασά και κατά την Επανάσταση. Αποτελούσαν ξεχωριστή φάρα εγκατεστημένη σε ιδιαίτερο χωριό, κοντά στη σημερινή Λάκκα Μπότσαρη και ήταν, μαζί… …   Dictionary of Greek

  • Βαλλιάνος, Θεόδωρος — (Ρωσία 1801 – Αθήνα 1857). Αγωνιστής του 1821, στρατιωτικός και λόγιος. Καταγόταν από την Κεφαλονιά. Σπούδασε στη στρατιωτική Ακαδημία της Πετρούπολης, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη θεολογία και τη λογοτεχνία. Υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό και… …   Dictionary of Greek

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • λαγκρανζιανή — Χαρακτηριστική συνάρτηση L (qi, qi, t) ενός μηχανικού συστήματος που εκφράζεται μέσω των γενικευμένων συντεταγμένων qi2 των γενικευμένων ταχυτήτων qi και του χρόνου t. Αν είναι γνωστή η λ. ενός μηχανικού συστήματος τότε μπορούν να βρεθούν οι… …   Dictionary of Greek

  • Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… …   Dictionary of Greek

  • Τζάουλ, Τζέιμς Πρέσκοτ — (Joule, Σάλφορντ 1818 – Σέιλ Τσέσαϊρ 1889). Άγγλος φυσικός. Γιος εργοστασιάρχη μπίρας έγινε ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση. Ασχολήθηκε με επιστημονικές έρευνες παίρνοντας μερικά μαθήματα από τον Ντάλτον και συνέχισε… …   Dictionary of Greek

  • επιμηχανικός — ο (παλιότερα), βαθμός αξιωματικού του μηχανικού στο πολεμικό ναυτικό, αντίστοιχος σήμερα με το βαθμό του πλωτάρχη μηχανικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”